Αναμονή η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που αναμένει, που περιμένει κτ., καθώς και ο χρόνος που διαρκεί η κατάσταση αυτή Bρίσκομαι σε κατάσταση αναμονής / τηρώ / κρατώ στάση αναμονής, περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να κάνω κτ. (λόγ. έκφρ.) εν ~, περιμένοντας κτ.: Εν ~ των γεγονότων / των εξελίξεων, περιμένοντας την έκβαση των γεγονότων, των εξελίξεων.
Ψάχνω αναζητώ κτ. στο κατάλληλο μέρος, σημείο: (για πρόσ.) α. προσπαθώ να βρω, να συναντήσω κπ.• αναζητώ, γυρεύω (παθ., οικ.) προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τις βαθύτερες επιθυμίες μου, προσπαθώ να αποφασίσω την πορεία που θα ακολουθήσω
2 σχόλια:
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ
Αναμονή
η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που αναμένει, που περιμένει κτ., καθώς και ο χρόνος που διαρκεί η κατάσταση αυτή
Bρίσκομαι σε κατάσταση αναμονής / τηρώ / κρατώ στάση αναμονής, περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να κάνω κτ. (λόγ. έκφρ.) εν ~, περιμένοντας κτ.: Εν ~ των γεγονότων / των εξελίξεων, περιμένοντας την έκβαση των γεγονότων, των εξελίξεων.
Ψάχνω
αναζητώ κτ. στο κατάλληλο μέρος, σημείο:
(για πρόσ.) α. προσπαθώ να βρω, να συναντήσω κπ.• αναζητώ, γυρεύω
(παθ., οικ.) προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τις βαθύτερες επιθυμίες μου, προσπαθώ να αποφασίσω την πορεία που θα ακολουθήσω
/όλα τα νοήματα κρύβονται εντός μας/
/τα νοήματα που κρύβονται εντός μας
προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε/
Δημοσίευση σχολίου