αφορμή για αυτό το ποστ υπήρξε η αναφορά σε ένα βιβλίο με θέμα το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι και η σχεδόν ταυτόχρονη δημοσιοποιήση αυτού του πόστ, όταν όλα τα σημάδια το καλούν, πρόστρεξε:
Το παραδοσιακό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος αντλεί το υλικό του από την προφορική λογοτεχνική παράδοση.Και αυτό το στοιχείο είναι αυτό που το κάνει να ακούγεται ακόμη και σήμερα. Λέγοντας παραδοσιακό τραγούδι, σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε τις απομιμήσεις που ακούγονται στα διάφορα 'πανηγύρια΄ προς τέρψιν των τουριστών, σαν κακοφτιαγμένο φολκλορικό σκηνικό, τις διαφόρου προσμίξεις παραδοσιακών οργάνων, μπουζουκιού, συνοδεία beat ρυθμού. Τα παραδοσιακά τραγούδια ήταν ανέκαθεν μεταφορές της δημοτικής ποίησης, των ανθρώπων της υπαίθρου, τα οποία διασώθηκαν με μόνο τρόπο την μεταφορά από στόμα σε στόμα.Και εκεί έγκειται και το στοιχείο της πλουραλιστικότητας, μιας και τα κατά τόπους άσματα διατήρησαν τα αρχέγονα χαρακτηριστικά τους μέσα από την ασέλγεια που υπέστησαν κατά το πέρασμα των χρόνων. Στην παραδοσιακή μουσική δεν υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα, ο καθένας προσομοιώνει το τραγούδι, το προσεγγίζει σύμφωνα με το πως ο ίδιος το βιώνει.
Το παραδοσιακό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος αντλεί το υλικό του από την προφορική λογοτεχνική παράδοση.Και αυτό το στοιχείο είναι αυτό που το κάνει να ακούγεται ακόμη και σήμερα. Λέγοντας παραδοσιακό τραγούδι, σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε τις απομιμήσεις που ακούγονται στα διάφορα 'πανηγύρια΄ προς τέρψιν των τουριστών, σαν κακοφτιαγμένο φολκλορικό σκηνικό, τις διαφόρου προσμίξεις παραδοσιακών οργάνων, μπουζουκιού, συνοδεία beat ρυθμού. Τα παραδοσιακά τραγούδια ήταν ανέκαθεν μεταφορές της δημοτικής ποίησης, των ανθρώπων της υπαίθρου, τα οποία διασώθηκαν με μόνο τρόπο την μεταφορά από στόμα σε στόμα.Και εκεί έγκειται και το στοιχείο της πλουραλιστικότητας, μιας και τα κατά τόπους άσματα διατήρησαν τα αρχέγονα χαρακτηριστικά τους μέσα από την ασέλγεια που υπέστησαν κατά το πέρασμα των χρόνων. Στην παραδοσιακή μουσική δεν υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα, ο καθένας προσομοιώνει το τραγούδι, το προσεγγίζει σύμφωνα με το πως ο ίδιος το βιώνει.
Το δοκίμιο για το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι είναι ένα βιβλίο του
Μπώ Μποβύ Σάμουελ(εθνομουσικολόγος, φιλόλογος από την Ελβετία). Στο κεφάλαιο για το Αστικό Τραγούδι και στο δεύτερο μέρος του με τίτλο Τα Γιάννινα και οι Γύφτοι ο Baud-Bovy αναφέρεται στον Αλή Πασά που αγαπούσε τη μουσική και γράφει για ένα όργιο που οργάνωσε ο γιος του Αλή Μουχτάρ, στο οποίο συμμετείχαν ο μητροπολίτης Άρτας, ένας Φράγκος γιατρός, ένας Εβραίος τραπεζίτης και ένας νεαρός Έλληνας, με αφορμή αυτό το όργιο μπαίνει στο θέμα του που είναι οι Εβραίοι και, κυρίως, οι Γύφτοι μουσικοί.Πιστοί αυλικοί του Αλή Πασά, οι γύφτοι μουσικοί, δημιούργησαν τα λεγόμενα αληπασαλίτικα τραγούδια με τα ομοιοκατάληκτα δίστιχα.
Στις μουσικές τους μπέρδευαν τα αστικά τραγούδια της Πόλης και της Μολδοβλαχίας, τους θράκικους μανέδες και τα αραβοπερσικά μακάμια χρωμάτιζαν δέ τα ντόπια τραγούδια, αλλάζοντάς τους το "ύφος". Συνεχιστής των γύφτων μουσικών, ο ξακουστός κλαριτζής Νίκος Τζάρας (Πρεβαζάνος κλαριντζής, οποίος έπαιζε στην Πρέβεζα προπολεμικά
από τη δεκαετία του1920 μέχρι το 1942 οπότε και απεβίωσε).
Σχετικά με την μουσική δημιουργία των γύφτων, μπορούμε να πούμε ο,τι υπήρχε μια αντίληψη ανωτερότητας των ντόπιων πληθυσμών στις νέες ελληνικές χώρες, Ελλήνων και Τούρκων, απέναντι σε Εβραίους και Γύφτους.
Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
(Κωστής Παλαμάς-Ανατολή)
Στο κεφάλαιο για το Αστικό Τραγούδι του Baud-Bovy, το πρώτο μέρος του αναφέρεται στην Πόλη και τα φαναριώτικα τραγούδια και το τρίτο και τελευταίο στη Σμύρνη και τα ρεμπέτικα.
αντιγράφουμε τα λόγια του Baud-Bovy, οι υπογραμμίσεις δικές μας:
Κατά τα μέσα του 11ου αιώνα οι Γύφτοι είχαν ήδη φτάσει στην Κωνσταντινούπολη. Όσον αφορά την Ήπειρο, ξέρομε πως είχε πολλούς Γύφτους στα παράλια της Αδριατικής· από κει περάσανε στην Κέρκυρα, όπου στον 14ον αιώνα αποτελούσαν feudum acinganorum.
Τα ομοιο-κατάληκτα δίστιχα
Τ’ ακούσατε τι γίνηκε στα Γιάννενα, τη λίμνη,
που πνίξανε τις δεκαφτά με την κυρά-Φροσύνη;
Αχ! Φροσύνη παινεμένη,
τι κακό ’παθες καημένη!
(Κυρά-Φροσύνη-αληπασαλίτικο τραγούδι)
πάλι ο Baud-Bovy:
βγαίνει το συμπέρασμα ότι τ’ αληπασαλίτικα τραγούδια έφεραν στην Ήπειρο τα ομοιο-κατάληκτα δίστιχα, που καθώς είδαμε, δεν υπάρχουν στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Και από μουσική άποψη, η δίστιχη στροφή τους, η χρησιμοποίηση του ημιτονίου είναι στοιχεία ξένα για το στερεοελλαδίτικο τραγούδι. Γενικά τ’ αληπασαλίτικα μοιάζουν με τ’ αστικά τραγούδια της Πόλης και της Μολδο-βλαχίας, και ο σκοπός που τραγουδιούνται στα Γιάννινα και στη Ρούμελη θυμίζει θρακικό αμανέ.
Αναμφισβήτητα είναι οι Γύφτοι, «δοκιμώτατοι στιχοπλόκοι», που έφεραν το δίστιχο στην Ήπειρο, ή, πιο σωστά, στα Γιάννινα, αφού τα «γιαννιώτικα στιχοπλάκια» που αυτοσχεδίαζαν στον 19ον αιώνα οι γλεντζέδες «καραμπέρηδες» και οι νταήδες «μπαντίδοι» κράτησαν πάντα «έντονο αστικό χαρακτήρα». Ο σκοπός που τραγουδούν τα στιχοπλάκια έχει ακόμα πιο πολύ και από τ’ αληπασαλίτικα τραγούδια ανατολίτικο χρώμα, που οφείλεται και στο τούρκικο γύρισμά του γιαντίμ αμάν και στη χρήση της «τσιγγάνικης δεύτερης».
Το διάστημα αυτό, σπάνιο στα τραγούδια των ίδιων των Τσιγγάνων, δεν είναι καθαυτό γύφτικο. Κι επειδή απαντάει σε πολλά ανατολίτικα αστικά τραγούδια, η προέλευσή του από αραβοπερσικά μακάμια είναι πολύ πιθανή. Πάντως οι Γύφτοι εκμεταλλεύτηκαν το αισθησιακό του άκουσμα για να κάνουν πιο ελκυστική τη μουσική των λαών που θάμπωσε το μουσικό τους ταλέντο.
Ζυγιές και ηχοχρώματα
Για τα πανηγύρια και τους γάμους καλούσαν «κουμπανίες» από τα Γιάννια. Το ίδιο συνέβαινε σ' όλα σχεδόν τα Βαλκάνια. Όπως και στην Ουγγαρία, οι Γύφτοι δε χρησιμοποιούσαν τα όργανα που έφτιαναν κ' έπαιζαν οι ντόπιοι. Ο λόγος που στη «ζυγιά» παίζουν κανονικά, μαζί με το νταούλι, δύο ζουρνάδες είναι, νομίζω, ότι οι Γύφτοι, για να ευχαριστήσουν τους χωρικούς, προσπαθούσαν να μιμηθούν το άκουσμα του οργάνου που συνήθιζαν αυτοί· κι έτσι, για ν' αντικαταστήσει τον ισοκράτη της γκάιντας, «ο δεύτερος ζουρνάς κρατάει απλώς το ίσιο του τραγουδιού, το μπάσσο». Στην «κουμπανία» κλαρίνο-βιολί-λαύτο ονομάζουν άλλωστε γκάιντα τα κομμάτια όπου τη μελωδία την παίζει το κλαρίνο ενώ το βιολί κρατάει την τονική ή την υποτονική.
Όπως οι Γύφτοι δεν έπαιζαν τα όργανα του χωριού, έτσι και οι Έλληνες - και οι Τούρκοι της Θράκης - δεν δέχονταν να παίζουν το ζουρνά εκεί όπου τον παίζανε οι Γύφτοι. Θαύμαζαν τη μουσική ιδιοφυΐα των Γύφτων, δεν τους είχαν υποδουλώσει όπως στη Μολδοβλαχία· τους θεωρούσαν όμως κατώτερους. Στις πόλεις, όπως είχε «οβριακή», είχε και γυφτομαχαλά: οι Εβραίοι είχαν σταυρώσει το Χριστό, τα καρφιά όμως τα είχε φτιάξει Γύφτος.
Οι Γύφτοι στην αρχή δεν θα τραγουδούσαν παρά μόνο κάποια στιχάκια στους χορούς, και ίσως τους σκοπούς που ήταν του συρμού στην Πόλη, στο Ιασί, στα Γιάννινα. Όταν άρχισαν όμως να τραγουδούν και τα ντόπια πατροπαράδοτα τραγούδια, τους άλλαξαν ριζικά το ύφος και το ήθος. Για να το συνειδητοποιήσει κανείς, αρκεί να συγκρίνει το ίδιο τραγούδι της τάβλας όπως το τραγουδεί Θεσσαλός χωρικός και όπως το ερμηνεύει ο Μπεντάτσης, ο Γιαννιώτης γύφτος. Ίσως ο μουσικολόγος, που τον ενδιαφέρει το γνήσιο δημοτικό τραγούδι, αλλά και ο μουσικός, από αισθητική άποψη, θα προτιμήσουν τη μονοφωνική εκτέλεση του χωριάτη, τη γυμνή, την τραχιά· το μέσο ακροατή όμως, θα τον συνεπάρει η εκτέλεση του Γύφτου, με το φανταχτερό χρωμάτισμα, με τα πολλά στολίδια, με τη χαρακτηριστική εναλλαγή της ελεύθερης απαγγελίας του τραγουδιστή και του χορευτικού ρυθμού των οργάνων. Για το Listz η ουγγρική μουσική δεν ήταν η μουσική του χωριού αλλά η αστική μουσική έτσι όπως την έπαιζαν οι Τσιγγάνοι· για τον πολύ κόσμο η πιο αντιπροσωπευτική ισπανική μουσική είναι η μουσική των Γύφτων της Ανδαλουσίας.
και κάτι για κλείσιμο:
Τα «Τακούτσια» η οικογενειακή κομπανία που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 30' από τον Βιολιστή Κώστα Καψάλη και τους συγγενείς του, για 60 σχεδόν χρόνια αποτέλεσαν ίσως το καλύτερο πρεσβευτή της Ζαγορίσιας μουσικής παράδοσης. Μέλη της κομπανίας, κατά καιρούς υπήρξαν σπουδαία ονόματα της Ηπειρωτικής μουσικής σκηνής, ανάμεσα τους και ο Γρηγόρης Καψάλης, που από τις αρχές της δεκαετίας του '60 ως και τα τέλη της δεκαετίας του 80΄ (εποχή που η κομπανία διαλύθηκε), αποτέλεσε τον «πυλώνα» του συγκροτήματος.